Οικονομία
Τραγικά τα αποτελέσματα του 2010 για την ελληνική βιομηχανία

Τραγικά τα αποτελέσματα του 2010 για την ελληνική βιομηχανία

  • 14 Ιουνίου 2011, 14:37

Ζημιά άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, συρρικνωμένη ρευστότητα και διογκωμένες βραχυπρόθεσμες οφειλές, που την καθιστούν ακόμη πιο ευάλωτη το τρέχον έτος, κατέγραψε το 2010 η ελληνική βιομηχανία ως σύνολο, με βάση τα εταιρικά αποτελέσματα. Ζημιογόνος παραμένει, επίσης, σύμφωνα και με τα ενοποιημένα αποτελέσματα των επιχειρήσεων από κοινού με τις διάφορες, βιομηχανικές και εμπορικές θυγατρικές τους. Για πρώτη φορά μετά το 1991 οι ζημιές των εταιρειών που έκλεισαν τη χρήση με αρνητικά καθαρά οικονομικά αποτελέσματα υπερίσχυσαν των καθαρών κερδών των κερδοφόρων επιχειρήσεων.

Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των εταιρικών ισολογισμών του έτους 2010 που δημοσίευσαν ως τις 10 Ιουνίου 2011 οι περισσότερες από 1.500 μεσαίου και μεγάλου μεγέθους βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ, που αντιπροσωπεύουν περί το 95% των συνολικών πωλήσεων του ελληνικού βιομηχανικού τομέα, καθώς και άλλες, μικρότερου μεγέθους βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Τα τελικά στοιχεία για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών του τομέα ανατρέπουν την αρχική εικόνα που μετέδιδαν ερευνητικοί οργανισμοί, κάνοντας λόγο μόνο για σοβαρή μείωση της κερδοφορίας. Προκύπτει επάνοδος του τομέα σε ζημιογόνα αποτελέσματα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη βιωσιμότητά του, την εξέλιξη της απασχόλησης και την ομαλή εξυπηρέτηση των τραπεζικών και λοιπών υποχρεώσεων κατά το 2011, δεδομένου ότι η παραγωγή του μειώνεται εφέτος με επιταχυνόμενο ρυθμό, που έφτασε το 8,4% το πρώτο τετράμηνο, παρά τη συνεχιζόμενη διεύρυνση των εσόδων από τις εξαγωγές.

Προφανώς, η αύξηση της αξίας των βιομηχανικών εξαγωγών επιτυγχάνεται εις βάρος της τρέχουσας κερδοφορίας και δεν αντιπροσωπεύει βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, αφού τα όποια οφέλη από τη μείωση του κόστους εργασίας εξουδετερώνονται από την αναγκαστική, λόγω της συρρικνωμένης εγχώριας ζήτησης, πτώση του όγκου της παραγωγής, που δεν επιτρέπει ακόμη τη συμπίεση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναμφισβήτητη, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, αύξηση του μεριδίου της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής που κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού, κατά το 2010, συνοδεύτηκε από σοβαρή πτώση του μεικτού περιθωρίου κέρδους.

Η τελευταία φορά που η ελληνική βιομηχανία ως σύνολο είχε παρουσιάσει ζημιά ήταν το 1991, όταν δέσποζαν ακόμη σε πολλούς κλάδους της οι προβληματικές, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που έκλεισαν στη συνέχεια, με συνέπεια την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας και την έκρηξη της ανεργίας επί σειρά ετών.

Η κρίση αποτυπώθηκε πολλαπλώς στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών του τομέα το 2010, με:

* Μείωση των πωλήσεων της πλειονότητας των επιχειρήσεων και συνολικά κατά περίπου 5% σε αποπληθωρισμένες τιμές αν εξαιρεθεί ο κλάδος των καυσίμων.

* Συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών και των αντίστοιχων περιθωρίων κέρδους.

* Καταγραφή αυξημένων προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις και απομείωση της αξίας συμμετοχών και χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.

* Αυξημένες λοιπές έκτακτες ζημιές και δαπάνες.

* Επιπρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για πλήθος επιχειρήσεων, λόγω της έκτακτης εισφοράς, διαφορών φορολογικού ελέγχου προηγούμενων χρήσεων και φόρου περαίωσης.

* Μείωση του παγίου ενεργητικού και των ιδίων κεφαλαίων της πλειονότητας των επιχειρήσεων, λόγω των ζημιών και της πτώσης των επενδύσεων, με συνέπεια σχεδόν επτά στις δέκα επιχειρήσεις να παρουσιάζουν μειωμένα πάγια στοιχεία.

Η καταγραφή ζημιών οφείλεται κατά 55% περίπου στη συρρίκνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κατά το υπόλοιπο 45% στη διόγκωση των έκτακτων επιβαρύνσεων.

Αναλυτικότερα, 1.555 βιομηχανικές επιχειρήσεις με πωλήσεις κάθε μία άνω των 3 εκατ. ευρώ και αθροιστικές πωλήσεις 45,5 δισ. ευρώ παρουσιάζουν ως σύνολο ζημιά άνω των 850 εκατ. ευρώ, μετά την πρόβλεψη για φόρους, καθώς τα καθαρά κέρδη 795 που ήταν οριακά έστω κερδοφόρες (51% του συνόλου) δεν ξεπέρασαν το 1,05 δισ. ευρώ, ενώ οι καθαρές ζημιές 760 που ήταν οριακά έστω ζημιογόνες (49% του συνόλου) ανήλθαν σε 1,90 δισ. ευρώ. Συγχρόνως, άλλες επιχειρήσεις με πωλήσεις μικρότερες των τριών εκατ. ευρώ κατέγραψαν καθαρή ζημιά της τάξεως των 150 εκατ. ευρώ, ενώ ορισμένες γνωστές, μεσαίου μεγέθους σταθερά ζημιογόνες επιχειρήσεις δεν δημοσίευσαν ισολογισμό χρήσης 2010 και μια άλλη εταιρεία με σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα, η οποία είναι κατά βάση εμπορική και για τον λόγο αυτό δεν περιλαμβάνεται στο δείγμα της έρευνας, το 2010 κατέγραψε ζημιά εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ λόγω απομειώσεων στοιχείων του ενεργητικού της. Τέλος, υψηλές ζημιές πιθανολογείται ότι θα παρουσιάσει μεγάλη εταιρεία του ναυπηγικού τομέα, η οποία δεν έχει ακόμη γνωστοποιήσει την οικονομική της θέση.

Στο επίπεδο των προ φόρων αποτελεσμάτων οι 1.555 επιχειρήσεις με πωλήσεις κάθε μία άνω των 3 εκατ. ευρώ παρουσιάζουν ζημιά της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ, η οποία μετά την πρόβλεψη για τους φόρους των κερδοφόρων και σειράς ζημιογόνων εταιρειών ανέρχεται σε 900 εκατ. ευρώ. Στο επίπεδο αυτό ζημιογόνες ήταν το 33% του συνολικού αριθμού, έναντι 49% με κριτήριο τα καθαρά κέρδη, καθώς πολλές εταιρείες εμφάνισαν οριακά θετικό αποτέλεσμα προ φόρων και κατέστησαν ζημιογόνες μετά την πρόβλεψη για τους φόρους της χρήσης και παλαιότερων χρήσεων. Η συνολική φορολογική δαπάνη του τομέα ήταν μειωμένη φυσικά, λόγω της πτώσης των κερδών των σταθερά κερδοφόρων επιχειρήσεων, παρά τον καταλογισμό διαφορών ελέγχου προηγούμενων χρήσεων σε πολλές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η μείωση δεν ξεπέρασε το 12%.

Αύξηση πωλήσεων σε ποσοστό μεγαλύτερο του πληθωρισμού κατέγραψε μόνο το 35,2% των επιχειρήσεων, καθώς 9,7% παρουσίασε αύξηση κατώτερη του πληθωρισμού και το 55,1% μείωση πωλήσεων σε τρέχουσες τιμές.

Οι συνολικές βιομηχανικές πωλήσεις σε τρέχουσες τιμές, συμπεριλαμβανομένων αυτών των διυλιστηρίων πετρελαίου που αυξήθηκαν κατά 30% λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών, εμφανίζονται αυξημένες κατά 6,5% περίπου, αλλά εξαιρουμένων των διυλιστηρίων μειώθηκαν κατά 1%, παρά την αύξηση του δείκτη των τιμών παραγωγού βιομηχανικών προϊόντων κατά 6,7% στη διάρκεια του έτους και παρά το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις ενίσχυσαν το σκέλος των συμπληρωματικών, εμπορικών δραστηριοτήτων τους.

Συγχρόνως, στις επιχειρήσεις με ευθέως συγκρίσιμα οικονομικά μεγέθη 2010-2009, εξαιρουμένων των εταιρειών που προχώρησαν σε αποσχίσεις ή προσθήκες κλάδων, κατεγράφη μείωση:

* Των μεικτών αποτελεσμάτων κατά 8%, με πτώση του περιθωρίου μεικτού κέρδους κατά 2,7 εκατοστιαίες μονάδες.

* Των αποτελεσμάτων προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) κατά 18%, με πτώση του περιθωρίου κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες.

* Των αποτελεσμάτων προ φόρων και τόκων και αποσβέσεων (EBIT) κατά 36%, με πτώση του περιθωρίου κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες.

Εξαιρουμένων των διυλιστηρίων, τα αποτελέσματα των οποίων ευνοήθηκαν από την ανατίμηση της αξίας των αποθεμάτων τους και συναλλαγματικές διαφορές, τα περιθώρια EBITDA και EBIT υποχώρησαν κατά 2,2 μονάδες και 2,4 μονάδες, αντιστοίχως.

Επίσης, περισσότερες από μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (26% του συνόλου) πέρασαν από θετικά καθαρά αποτελέσματα σε αρνητικά.

Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων με συγκρίσιμα οικονομικά μεγέθη μειώθηκαν κατά 5% και αντιστοιχούν στο 37,6% του συνόλου των απασχολουμένων κεφαλαίων, από 39,9% έναν χρόνο πριν. Συγχρόνως, αυξήθηκαν κατά 5% οι μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν πλέον στο 62,4% του συνόλου των απασχολουμένων κεφαλαίων, από 60,1% έναν χρόνο νωρίτερα. Ακόμη χειρότερα, οι εντός του έτους απαιτητές υποχρεώσεις προς τράπεζες και λοιπούς πιστωτές/συνεργαζόμενες επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 11%, καθώς οι μακροπρόθεσμες οφειλές περιορίστηκαν στο 32,4% των συνολικών έναντι 36,3% το προηγούμενο έτος. Οι μέσοι δείκτες γενικής και άμεσης ρευστότητας υποχώρησαν σχεδόν κατά 10%, καθώς η πλειονότητα των επιχειρήσεων παρουσίασε επιδείνωση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης, παρά τα εκτεταμένα μέτρα που έλαβαν για τη συγκράτηση των δαπανών τους και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας.

Η κρίση στον βιομηχανικό τομέα εκδηλώνεται άλλωστε με σοβαρή μείωση της απασχόλησης. Οι απασχολούμενοι στις βιομηχανίες της χώρας εκτιμάται ότι μειώθηκαν στη διάρκεια του 2010 από 494.300 σε 448.800 άτομα, δηλαδή κατά 9,2%. Μέσα στο 2010 χάθηκαν, έτσι, 45.500 θέσεις εργασίας του τομέα, με μέση ημερήσια απώλεια 125 θέσεις και μέση μηνιαία απώλεια σχεδόν 3.800 θέσεις. Ειδικότερα το τελευταίο τρίμηνο του 2010 οι απασχολούμενοι στον τομέα μειώνονταν με ρυθμό 5.460 τον μήνα, σαν να έκλεινε καθημερινά ένα μεγάλο για τα ελληνικά δεδομένα εργοστάσιο, που απασχολούσε 182 εργαζομένους.

Συγχρόνως, αρκετές από τις μεγάλες επιχειρήσεις με θυγατρικές στο εξωτερικό, οι οποίες στην Ελλάδα παρουσιάζουν μειωμένα κέρδη ή και ζημιές, εν μέρει λόγω και του μη επαναπατρισμού μερισμάτων ώστε να αποφευχθεί επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση, εμφανίζουν καλύτερη αποδοτικότητα σε ενοποιημένη βάση. Εξασθενεί, έτσι, ο ρόλος των μητρικών, ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες καθίστανται λιγότερο αποδοτικές και σημαντικές, σε σχέση με τις βιομηχανικές θυγατρικές του εξωτερικού.

Λαμβανομένων υπόψη των ενοποιημένων κερδών οι ζημιές των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων το 2010 περιορίζονται κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τις ζημιές άνω του 1 δισ. ευρώ που προκύπτουν με βάση τα εταιρικά αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι 83 μητρικές ελληνικές εταιρείες του βιομηχανικού τομέα του Χρηματιστηρίου ως σύνολο παρουσίασαν ζημιές ύψους 136 εκατ. ευρώ, αλλά σε ενοποιημένη βάση, από κοινού με τις βιομηχανικές θυγατρικές τους του εξωτερικού και άλλες, εμπορικές θυγατρικές, κατέγραψαν καθαρά κέρδη ύψους 466 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 18% σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2009, μολονότι οι περισσότερες ήταν ζημιογόνες.

Ιστορικά, από το 1995 και εντεύθεν η αποδοτικότητα του ελληνικού βιομηχανικού τομέα, με βάση τα εταιρικά κέρδη προ φόρων, εκινείτο σταθερά σε επίπεδα άνω του 1 δισ. ευρώ, για να ανέλθει στο υψηλότερο σημείο της το 2007, όπως προκύπτει από τη βάση δεδομένων ΣΕΒ/ICAP, «σκαρφαλώνοντας» στα 2,85 δισ. ευρώ, αφού το 1999 ξεπέρασε για πρώτη φορά το επίπεδο των 2 δισ. ευρώ. Με την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, τα κέρδη αυτά, τα οποία φυσικά μεταφράζονται σε πολύ χαμηλότερα καθαρά κέρδη μετά την αφαίρεση των αναλογούντων φόρων, υποχώρησαν σε 1,4 δισ. ευρώ, για να προσγειωθούν στο επίπεδο του 1 δισ. ευρώ το 2009 και να ακολουθήσει η καταγραφή ζημιών προ φόρων και πολύ υψηλότερων καθαρών ζημιών το 2010.

Όσον αφορά το 2011 και την εξέλιξη της λειτουργικής κερδοφορίας, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία ερευνών του ΙΟΒΕ οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το τρέχον επίπεδο των παραγγελιών και της ζήτησης τον περασμένο Μάιο διατηρήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, εξαιτίας της αναιμικής εγχώριας ζήτησης, η οποία συμπιέζει φυσικά ακόμη περισσότερο τη λειτουργική κερδοφορία. Εξάλλου, δεκατρείς από τους 24 κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας το πρώτο τετράμηνο του 2011 παρουσιάζουν, κατά την ΕΛΣΤΑΤ, διψήφια ποσοστιαία μείωση του όγκου της παραγωγής τους, σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του 2010, παρά την ένταση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων τους.

Μόλις τον περασμένο Μάρτιο οι βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας εκτιμούσαν, απαντώντας σε σχετική έρευνα του ΙΟΒΕ, ότι η ανταγωνιστική θέση τους στην ελληνική αγορά, στην οποία υποτίθεται ότι έχουν ή αποκτούν ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των επιχειρήσεων εισαγωγής ομοειδών προϊόντων, είχε εξασθενήσει, σχετικά ήπια στις αγορές των καταναλωτικών και των κεφαλαιουχικών αγαθών και πολύ έντονα στην αγορά των ενδιάμεσων αγαθών. Επίσης, τον περασμένο Μάιο οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής περιορίστηκαν στους 4 μήνες, από 4,4 ένα μήνα πριν, ενώ το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού υποχώρησε σε μόλις 67,9%. Τέλος, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να κινηθεί στα επίπεδα του έτους 2005. Την πλέον δυσμενή επίδραση στους επενδυτικούς σχεδιασμούς των επιχειρήσεων ασκεί, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η οικονομική πολιτική στο σύνολό της, καθώς η επιρροή της ως επενδυτικό αντικίνητρο εντάθηκε σημαντικά το 2010 και προβλέπεται να διατηρήσει την έντασή της και κατά το 2011.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο




cron